Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018

H τρούφα της αλήθειας

Να ήταν τέσσερις - πέντε τα ξημερώματα. Είχαμε συνεννοηθεί να σηκωθούμε λίγο πριν χαράξει για να μας βρει το πρώτο φως ήδη σε δράση. Βρεθήκαμε στο σημείο που 'χαμε δώσει ραντεβού ακριβώς πάνω στο δρόμο-ανάγλυφη φλέβα που ορίζει τη ράχη της πλαγιάς. Δυο αυτοκίνητα, έξι άτομα. Περιμέναμε υπομονετικά να κοπάσει η βροχή γιατί δε θα μας βοηθούσε στο ψάξιμο. Εκείνα τα λημέρια ήταν πυκνόφυτα και υγρά. Καταπίναν πολύ νερό για να σβήσουν τη δίψα του καλοκαιριού. Αόρατοι υδροφόροι ορίζοντες διοχέτευαν από την άλλη, την άδεια λεκάνη του ποταμού στα χαμηλά σημεία. Όλοι ήμασταν ντυμένοι με στρατιωτικά, μπότες και κρατούσαμε κάτι μακριά αυτοσχέδια κοντάρια με μυτερές άκρες για να ανοίγουμε δρόμο στα μονοπάτια. Η βροχή σταμάτησε, το σύνθημα δόθηκε και κατηφορίσαμε με ορμή στην πλαγιά.Υπήρχε σαφής πληροφορία. Το συζητούσαν οι γνώστες στο καφενείο του θείου μου όλο το προηγούμενο βράδυ. Το βουνό παρόλα αυτά δεν σου αποκαλύπτεται εύκολα. Η φύση στήνει παγίδες. Θέλει να πάρεις τον καρπό της αφού πληγωθείς πρώτα από το αγκάθι της. Κάτι σα γυναίκα. Η πλαγιά κατέβαινε με ιλιγγιώδη κλίση και γλιστρούσαμε συνεχώς από τα βρεμένα χώματα, ο ένας γύρισε το πόδι του, συνέχισε κουτσαίνοντας, ο άλλος πληγώθηκε από κλαδί που του μπήκε στο μάτι. Βαδίζαμε λαχανιασμένοι και στο δρόμο οριοθετούσαμε τα σημεία μετρώντας το βουνό ενώ στην πραγματικότητα εκείνο μας μετρούσε.  Εν τω μεταξύ ξανάρχισε βροχή δυνατή και δυσκόλευε την ορατότητα. Κάπου σε μια στροφή κοιτάζω γύρω μου βλέπω άλλους δυο μόνο, αρχίζουμε να φωνάζουμε, καμία απάντηση μονάχα οι αντίλαλοί μας. Είπαμε να συνεχίσουμε προς το μέρος που είχαμε εξαρχής στοχεύσει και πως λογικά θα βρεθούμε όλοι εκεί χρησιμοποιώντας άλλα μονοπάτια. Καθώς κατεβαίνω την πλαγιά ξαφνικά νιώθω να πατώ κάτι στέρεο και γλιστρώ, ξαπλώνομαι και κατρακυλάω καμιά εικοσαριά μέτρα. Με σταματά βίαια το απομεινάρι ενός κορμού και βρίσκομαι ανάσκελα με πόνους στα πλευρά. Κοιτάζω δίπλα μου ένα άδειο τσακισμένο, ξεθωριασμένο κουτάκι κόκα κόλα. Γρήγορα με βρήκανε οι άλλοι δυο και ευτυχώς δεν ήταν τίποτα. Στο βάθος ακούγονταν σκυλιά και υποθέσαμε πως βγήκανε και άλλοι που 'χαν ίδιες πληροφορίες. Γιατί έχει σκυλιά που μυρίζουν και ανθρώπους που άμα μάθουν πως πάνε και άλλοι άνθρωποι κάπου, τρέχουν και αυτοί εκεί χωρίς λόγο καμιά φορά. Αφού βρήκαμε κάνα δυο παρέες στο δρόμο τους ρωτήσαμε γιατί βγήκαν στο βουνό, μας είπαν πεζοπορία. Βέβαια και ‘μεις το ίδιο απαντήσαμε για να ‘μαι ειλικρινής.Η βροχή δε σταματούσε.
 «Άμα ήξερα έτσι» λέει ο ένας «δε θα κατέβαινα.  Θα μας λιώσει στο τέλος. Θα φύγουμε παπιά και με άδεια χέρια». «Υπομονή» τους απαντούσα εγώ «λογικά πλησιάζουμε».Η πληροφορία ήταν πως ένα χιλιόμετρο ανατολικά από την παλιά στέρνα πριν το ποτάμι, είχαν θάψει ένα άλογο στον εμφύλιο και η ταφή φαινόταν, διότι έχει ένα ύψωμα εκεί η γη και μια καρυδιά από πάνω. Στα εκατό μέτρα δεξιά είναι η περιοχή Χ.
Η ώρα περνούσε πλησιάζαμε, τα σκυλιά ακούγονταν όλο και πιο δυνατά, τους υπόλοιπους τρεις δεν τους βλέπαμε πουθενά. «Θα μας καταπιεί το βουνό» μουρμούριζε ο διπλανός. Μια στιγμή πετάγεται ο ένας τρομαγμένος «να σε πάρει ο διάολος» νόμισε σήκωσε φίδι χοντρό με το κοντάρι αλλά ήταν μια λαστιχένια αρβύλα ξεσκισμένη που τρεμόπαιζε κρεμασμένη στο ξύλο. Παραδίπλα μια αυτοσχέδια παράγκα. Τέσσερα ξύλα για υποστηλώματα και μια τσίγκινη οροφή. Θα 'χαμε ακόμα πέντε λεπτά δρόμο περίπου, το δάσος άρχισε να πυκνώνει και μετά βίας κόβαμε τα κλαδιά για να προχωρήσουμε. Νόμιζες πως ακούγονταν σπαθιά να λογχίζουν το αεροβρόχι και πως σε λίγο θα ‘βγαινε από απέναντι κάποιος αντίπαλος. Ώσπου εκεί που πλησιάζω καθώς φαινόταν στο ξέφωτο, ακούω στα τρία μέτρα μπροστά δεξιά αλλά κατά πάνω μου μια λόγχη να ‘ρχεται. Φωνές, κακό, οι άλλοι δυο τρομάξανε, φασαρία, κατακοπήκαμε από τα αγκάθια! Να σου τρεις οι χαμένοι συνοδοιπόροι, μας παραβγήκαν από άλλο μονοπάτι.«Εσείς είστε μωρέ γαμώτο το φελέκι μου γίνεται χαμός στο βουνό τα χουμε δει όλα»!Η επανένωση μας έδωσε θάρρος και ξεκινήσαμε πάλι μαζί, σχεδόν φτάναμε στην στέρνα, εγώ έμεινα τελευταίος και ακολουθούσα. Ένα άδειο καβούκι χελώνας που επέπλεε σε έναν νερόλακκο, μου τράβηξε την προσοχή και το πήρα, το έβαλα στο σακίδιο να το κάνω λάμπα. Φτάσαμε στη στέρνα, γύρω στα 15-20 άτομα λίγο παραπάνω κατέβαιναν ορμητικά, σχεδόν γνώριμες αδρές γραμμές προσώπων από το χωριό, εχθροί πια και έρχονταν στο ίδιο σημείο. Αρχίσαμε να τρέχουμε με βαριά πόδια από την υγρασία και τα νερά, οι φωνές από το βουνό και τα γαβγίσματα κατέβαιναν απειλητικά, πάνω στην τρεχάλα μου 'πεσε η χελώνα κοντοστάθηκα,  με τράβηξε ο μπροστινός από το μπράτσο «πάμε ρε άστα αυτά τώρα».Θυμήθηκα κάτι πορείες στο στρατό μα εδώ υπήρχε απειλή. Μπροστά μας φάνηκε ο λόφος -το άλογο βρωμούσε ακόμα- και μια πελώρια καρυδιά. Προχωρήσαμε γρήγορα εκατό μέτρα, και σε μια μικρή λακκούβα ο πρώτος άρχισε να σκάβει με τα χέρια. Σταθήκαμε από πάνω του και οι 5 ακίνητοι, αποσβολωμένοι, μουσκεμένοι με το νερό να στάζει από τα φρύδια μας πια, μετά από περίπου 30 λεπτά περπάτημα, όχι περισσότερο, θα νόμιζες πέρασε μια θητεία ολόκληρη. Φαντάροι που απολύθηκαν, δρομείς που έκοψαν το νήμα, καπετάνιοι στη θέα λιμανιού, χρυσοθήρες πάνω απ΄τα λάφυρα της αλήθειας.
Δε βρήκαμε τίποτα.











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου