Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

To τρένο.



Κάθε απόγευμα το περιμένει ανυπόμονα. Την αγαπημένη του ώρα, το δείλι. Εκεί που η φύση κάτι προσπαθεί να αρθρώσει μα δεν το κάνει. Μάλιστα λίγη ώρα πριν, στήνει αυτί για να το προλάβει ακριβώς τη στιγμή που σταματάει στη στάση, ώστε να μπει μέσα και να ξεκινήσει την καθιερωμένη του βόλτα. Δε διαρκεί πολύ, περίπου ένα δίωρο.
Του φτάνει όμως για να επισκεφτεί αρκετά μέρη. Έχει πολύ καλό προσανατολισμό και μπορεί ίσως να περιπλανιέται ακόμα και σε άγνωστες γειτονιές και πάντα να επιστρέφει πίσω στην ώρα του. 
Σήμερα αποφάσισε να επιβιβαστεί και να κατέβει κάπου που δεν είχε ξαναβρεθεί. Ένα περίφημο χωριό Τσιγγάνων ήξερε ότι βρίσκεται στο τέλος της διαδρομής και μολονότι ρίσκαρε την εμπρόθεσμη επιστροφή του, αποφάσισε να πάει. Το χωριό βρισκόταν δυτικά από το Νέο Δελχί στο δρόμο για τα σύνορα προς Πακιστάν. Είχε ακούσει πως εκεί ζουν περίφημοι γητευτές αλόγων, εκπαιδευτές κόμπρας και πως τα πιτσιρίκια του χωριού κυνηγούν καμήλες, αφού τις ξαμολήσουν στα απέραντα άγρια λιβάδια τους. Είχε επίσης πληροφορηθεί πως το ηλιοβασίλεμα πριν η δύση καταπιεί τον ήλιο, το φως του απλώνεται σα βούτυρο σε όλο το χωριό και τότε μια ή δυο φορές το μήνα οι κάτοικοι στήνουν ένα γλέντι με ντόπιους παραδοσιακούς χορούς και τοπικά εδέσματα. Και τέλος πως οι γυναίκες σε αυτό τον τόπο  δεν περπατάνε, λικνίζονται και οι τσιγγάνοι γελάνε με τους αδιάκριτους ξένους που κουνούν τον αυχένα τους ώστε το βλέμμα τους να εναρμονίζεται με τα καπούλια των γυναικών. Στο τέλος τσακώνονται και απολογητικά οι ξένοι προσφέρουν δώρα για να κατευνάσουν τα πνεύματα, οι ντόπιοι τα δέχονται με χαρά και όλοι μαζί απολαμβάνουν τις νεαρές κοπέλες που χορεύουν Καλμπέλια. 
Μια από αυτές τις νεαρές φαίνεται πως ερωτεύτηκε και αυτός και την αναζήτησε μετά από το γλέντι στο χωριό. Ο πατέρας της όμως μαζί με τους δικούς του αντιλήφθηκαν τις προθέσεις του και τον πιάσανε ζητώντας του τα ρέστα. Ταραγμένος εξήγησε πως δεν είχε καμία πονηρή διάθεση απλά ήθελε να της μιλήσει και να καθίσει μαζί της.
«Το αντάλλαγμα γι αυτή την επιθυμία είναι να μας εξασφαλίσεις μέχρι αύριο το μεσημέρι  το μέλι της βδομάδας» αποκρίθηκε ο πατέρας.
 Κάτι τέτοιο φυσικά ήταν αδύνατο μιας και δεν είχε ιδέα πως προμηθεύονται μέλι στο χωριό. Ωστόσο προσπάθησε και το άλλο πρωί νωρίς, βγήκε στα χωράφια με έναν τσιγγάνο βοηθό με παρδαλά ρούχα, που για κάποιο λόγο φαινόταν να τον κατευθύνει. Ένα μελίσσι με μια μεγάλη κερήθρα βρέθηκε τελικά πάνω σε ένα δέντρο μα καθώς πήγε να το κατεβάσει τον τσιμπήσανε πολλές μέλισσες μαζί. Γύρισε απογοητευμένος με άδεια χέρια στον πατέρα της κοπέλας.
«Η επόμενή σου δοκιμασία είναι να μας εξασφαλίσεις το μέλι της βδομάδας» του επανέλαβε ξανά δίνοντάς του ένα τσιγάρο και ένα καλάμι. Βρέθηκε το άλλο πρωί στο ίδιο δέντρο και φαντάστηκε πως ο καπνός θα έδιωχνε το μελίσσι όπως και έγινε.
Γύρισε στο χωριό χαρούμενος που τα 'χε καταφέρει. 
«Η επόμενή σου δοκιμασία είναι να απλώσεις το μέλι σε όλο το σώμα σου και να σταθείς στην μέση του κάμπου». Κάπου εδώ κοίταξε στα μάτια τον πατέρα προσπαθώντας να εκμαιεύσει κάποια ένδειξη κοροϊδίας σε όλο αυτό. Μάταια. Ήταν αυτός και όλοι τριγύρω του το ίδιο σοβαροί. Βρέθηκε λοιπόν ξανά να στέκεται πασαλειμμένος με μέλι στην επιφάνεια ενός χωραφιού, τον κύκλωσαν όμως μέλισσες και γύρισε πάλι πληγωμένος από τα πολλά τσιμπήματα. Στο χωριό τον υποδέχτηκε η κόρη και μαζί με μια ειδική μάλλον γιατρό του χωριού, τον ξαπλώσανε σε ένα μαλακό στρώμα από φύλλα του έπλυναν τις πληγές, του έδωσαν να πιει ένα ζωμό και του είπανε πως δε θα τον ξαναπλησιάσουν ποτέ μέλισσες και ούτε θα τον κεντρίσουν. Κοιμήθηκε και το άλλο πρωί ξύπνησε αντικρίζοντας τον πατέρα.
«Τώρα μπορείς να έχεις την κόρη μου δική σου. Ξέρω ότι θα κάνεις τα πάντα γι αυτήν και ότι μπορείς πια να της εξασφαλίζεις εύκολα το μέλι».
Είχαν περάσει πολλά πρωινά και νύχτες και ακόμα και αν δε γνωρίζουμε πού βρίσκεται το τσιγγάνικο ή αν τον ήρωα μας τον λένε Δημήτρη ή Patrick ή Αbhay αυτός πρόλαβε να πάρει το τρένο και να γυρίσει στην ώρα του. Η μητέρα του φώναξε από μέσα πως ήρθε η ώρα για φαγητό και αυτός με επιμέλεια, όπως κάθε βράδυ, αποσυναρμολόγησε το παιχνίδι του, ένα-ένα τα βαγόνια με προσοχή, μετά τις ράγες, το σταθμαρχείο και την στάση, τα τύλιξε με το προστατευτικό χαρτί και τα τοποθέτησε με μεγάλη προσοχή στο κουτί τους. Έπειτα τα έκλεισε στο κιβώτιο προσεκτικά και τα έβαλε κάτω από το κρεβάτι. Είχε τόσα ταξίδια να κάνει ακόμα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου